- ταχτοποίηση
- ταχτοποίηση, η και τακτοποίηση, ητοποθέτηση σε τάξη, ταξινόμηση, διευθέτηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταχτοποίηση — η, Ν τακτοποίηση … Dictionary of Greek
κατάταξη — η 1. τοποθέτηση, ταξινόμηση, ταχτοποίηση: Ασχολείταιμε την κατάταξη των βιβλίων του. 2. τοποθέτηση σε ορισμένη υπηρεσία: Θέλει την κατάταξή του στην Αστυνομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τάξη — η 1. τοποθέτηση, κατάταξη με ορισμένο τρόπο ή σειρά, κανονική σειρά: Χρονολογική τάξη. 2. ταχτοποίηση, συγύρισμα, νοικοκυροσύνη: Στο σπίτι της έχει μεγάλη τάξη. 3. η τήρηση των νόμων και των κανόνων και η ομαλή κατάσταση που προκύπτει απ’ αυτή:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τακτοποίηση — η βλ. ταχτοποίηση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταξινόμηση — η η κατάταξη σε κανονική σειρά, ταχτοποίηση, τοποθέτηση: Έγινε η ταξινόμηση των άρθρων του λεξικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)